- νύμφευση
- [-ις (-εως)] η бракосочетание, свадьба; женитьба, замужество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νύμφευση — η (ΑΜ νύμφευσις) [νυμφεύω] σύζευξη, γάμος, στέψη, παντρειά … Dictionary of Greek
νυμφεύσηι — νύμφευσις bridal fem dat sg (epic) νυμφεύσῃ , νυμφεύω give in marriage aor subj mid 2nd sg νυμφεύσῃ , νυμφεύω give in marriage aor subj act 3rd sg νυμφεύσῃ , νυμφεύω give in marriage fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)